Θανάσης Κολλιόπουλος: Κριτική για το βιβλίο του Éric Monnet Κεντρικές Τράπεζες, κράτος πρόνοιας και δημοκρατία, (μετάφραση Α.Δ. Παπαγιαννίδης), Αθήνα, εκδόσεις Πόλις

Με την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007/8, οι κεντρικές τράπεζες έγιναν «the only game in town», σύμφωνα με τον διάσημο οικονομολόγο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, αναλαμβάνοντας -σιωπηρά ή ρητά- νέες δέσμες αρμοδιοτήτων. Η ΕΚΤ, για παράδειγμα, μετατράπηκε σε de factο δανειστή ύστατης καταφυγής. Επιπλέον, απέκτησε de jure ενισχυμένες ρυθμιστικές/εποπτικές αρμοδιότητες. Τέλος, η συμμετοχή της σε προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής -αποτελώντας μέλος της «τρόικας»- ενίσχυσε υπόρρητα και τη δημοσιονομική της λειτουργία.

Έκτοτε, η δημόσια (σε πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο) συζήτηση επικεντρώνεται στα όρια της πρωτοφανούς αυτής επέκτασης του πεδίου αρμοδιοτήτων και κατ’ επέκταση, στον βαθμό νομιμοποίησης των κεντρικών τραπεζών συνολικά.

Ο Ερίκ Μονέ υποστηρίζει την ιδέα ότι η άσκηση νομισματικής πολιτικής είναι αναγκαίο να οδηγήσει σε «ανάκτηση του δημοκρατικού ελέγχου». Ο συγγραφέας εκκινεί από την παραγνωρισμένη -ένεκα της επικράτησης των φιλελεύθερων οικονομικών ιδεών από τη δεκαετία του 1980-  λειτουργία των κεντρικών τραπεζών που δεν είναι άλλη από τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ιδιαίτερα. Οι κεντρικές τράπεζες εντάχθηκαν τότε στον έλεγχο του Δημοσίου, ενώ στο μακρινό παρελθόν   αποτελούσαν ουσιαστικά ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Συναφώς, και τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους αποτελούν επίσης φαινόμενο του 20ού αιώνα, συνυφασμένο κατά βάση με τον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών.

Ιδωμένες οι κεντρικές τράπεζες ως «Τράπεζες πρόνοιας», είναι δυνατό να ενταχθούν στη συζήτηση περί ενίσχυσης της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης, χωρίς όμως να απειληθεί και η ανεξαρτησία τους. Για τον Μονέ άλλωστε, η διαχείριση του νομίσματος από αυτές πραγματοποιείται με αποτελεσματικότερο τρόπο, σε σχέση για παράδειγμα με το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, η ανεξαρτησία δεν σημαίνει «απουσία διαβούλευσης και συντονισμού με άλλες πολιτικές». Στη σημερινή κατάσταση του καπιταλισμού ιδιαίτερα, ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών οφείλει να επανεξεταστεί υπό το πρίσμα τριών σημαντικών προκλήσεων: της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, της εμφάνισης των κρυπτονομισμάτων και του υψηλού δημόσιου χρέους των κρατών.

Σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση, ο Μονέ υποστηρίζει την ανάγκη διασύνδεσης των πράξεων νομισματικής πολιτικής με τη χρηματοδότηση φιλικών προς το περιβάλλον επενδύσεων. Ωστόσο, το ποιος φορέας νομιμοποιείται να αποφασίζει για την κατεύθυνση του χρήματος που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του προβληματισμού για την ανάγκη ενίσχυσης της λογοδοσίας.

Σχετικά με τα κρυπτονομίσματα, ο συγγραφέας διακρίνει μια σημαντική ευκαιρία για τις κεντρικές τράπεζες να ενισχύσουν τον σύνδεσμό τους με τους πολίτες, μέσω της έκδοσης ψηφιακού νομίσματος. Το ψηφιακό νόμισμα θα λειτουργεί ως πλήρες υποκατάστατο των ρευστών (θα είναι ανώνυμο, γενικώς αποδεκτό, διαφανές και με πολύ χαμηλά συναλλακτικά κόστη) και θα εκτοπίσει έτσι την επαπειλούμενη κυριαρχία ιδιωτικών νομισμάτων (πχ, του bitcoin) που στην ουσία θίγουν το νόμιμο κρατικό χρήμα, το οποίο για αιώνες αποτελεί σύμβολο της κρατικής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος μετάβασης στα ψηφιακά νομίσματα ενδέχεται να προκαλέσει τεράστιες ανατροπές στο υφιστάμενο ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ειδικά εάν οι κεντρικές τράπεζες αποφασίσουν τη δυνατότητα διατήρησης απευθείας λογαριασμών σε αυτές από τους πολίτες.

Τέλος, στην μεταπανδημική εποχή η διαχείριση του υψηλού δημόσιου χρέους των κρατών αποτελεί μια σημαντική παράμετρο για την μακροοικονομική σταθερότητα. Οι κεντρικές τράπεζες ναι μεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν στη δευτερογενή αγορά τίτλους του δημόσιου χρέους και να συμπιέζουν έτσι το κόστος χρηματοδότησης των κρατών, από την άλλη όμως αυτό ενδεχομένως οδηγήσει τις κυβερνήσεις να χρεώνονται  «αντί να αναζητούν άλλες μεθόδους χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού – φορολογικού χαρακτήρα, κυρίως». Η νομισματικοποίηση του χρέους, σωστά επισημαίνει ο Μονέ, δεν νοείται να είναι αποκομμένη από τις πολιτικές των κυβερνήσεων και από τις δημοκρατικές επιλογές, απηχώντας την άποψη και του Τομά Πικετί, ο οποίος γράφει εύστοχα στο Κεφάλαιο και Ιδεολογία ότι η «νομισματική υπερτροφία ενισχύεται από τον φόβο της δημοκρατίας και του δίκαιου φόρου» (ελληνική έκδοση 2021, Πατάκης, σελ. 641).

Οι απαντήσεις λοιπόν στις παραπάνω προκλήσεις είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, να δοθούν εντός ενός αναθεωρημένου θεσμικού πλαισίου διαβούλευσης (αντανακλαστικότητας). Ο Μονέ αναλύει την έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών ως υπόθεση πρακτική παρά νομική και συνεπώς, υιοθετεί τη διαβουλευτική άποψη περί ανεξαρτησίας – όχι τη διαδικαστική. Ειδικά για την Ευρωζώνη, με το διαβόητο δημοκρατικό έλλειμα που την ταλανίζει, αν και η διακυβερνητική προσέγγιση το αμφισβητεί, ο Μονέ καταθέτει την ιδέα της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Πιστωτικής Επιτροπής στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μια Πιστωτική Επιτροπή που θα είναι αποκλειστικά αφοσιωμένη στον διάλογο με την ΕΚΤ -μειώνοντας έτσι την ασσυμετρία πληροφόρησης-, «θα επέτρεπε τον συντονισμό των διαφόρων μορφών πολιτικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Συμπερασματικά, ο Ερίκ Μονέ αναπτύσσει το επιχείρημα ότι η ανεξαρτησία και η δημοκρατική νομιμοποίηση των κεντρικών τραπεζών δεν είναι έννοιες ασύμβατες, αλλά η μία ενισχύει την άλλη. Ειδικά στη σύγχρονη πραγματικότητα, η ανάγκη περαιτέρω νομιμοποίησης αποτελεί συνθήκη sine qua non για την αποτελεσματική και δίκαιη απάντηση των κεντρικών τραπεζών  στις πολλαπλές προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν. Και μπορεί η πρόταση του Μονέ για τη δημιουργία μιας -ακόμα- (υπο)επιτροπής εντός του ήδη πολύπλοκου θεσμικού ευρωοικοδομήματος να μην είναι πολύ πειστική, εντούτοις η επιχειρηματολογία του για επαναπολιτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής διά του ενισχυμένου συντονισμού της νομισματικής με την -καθόλα πολιτικοποιημένη- δημοσιονομική πολιτική (των φόρων, των δαπανών και των δανείων) είναι καταλυτική. Υπό αυτή την έννοια ο Ερίκ Μονέ φαίνεται ότι κινείται πέρα από τη Μοντέρνα Νομισματική Θεωρία (ΜΝΘ). Ο Γάλλος οικονομολόγος δεν αρκείται στην κατάρρευση αρκετών ταμπού που συνεπάγεται η «αντισυμβατική» νομισματική πολιτική, ούτε ακολουθεί την υπόρρητη τάση αποπολιτικοποίησης κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων -δια του νομισματικού ακτιβισμού από τις κεντρικές τράπεζες, τον οποίο υποστηρίζει η ΜΝΘ- ιδίως, σε ό,τι αφορά ζητήματα φορολόγησης του μεγάλου πλούτου και διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα του κοινωνικού κράτους

Προηγούμενο άρθροΠλαίσιο προτάσεων εν όψει της διαπραγμάτευσης για τον Κανονισμό Εργασίας
Επόμενο άρθροΗ βαρύτητα της δυστοπικής εμπειρίας και οι αριστεροί «υπνοβάτες»