Το βιβλίο του Τ. Πικετί, που αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο κατά τη χρονιά έκδοσής του, έγινε δεκτό από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και τους αναγνώστες ως ένα έργο-σταθμός του 21ου αιώνα για την οικονομική σκέψη και επιστήμη, φτάνοντας να συγκρίνεται με εμβληματικά έργα που σφράγισαν την αντίληψή μας για την Πολιτική Οικονομία και την κοινωνία, όπως ο «Πλούτος των Εθνών» του Α. Σμιθ, το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ ή η «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» του Τ.Μ. Κέυνς.
Ο Πικετί συγκαταλέγεται μεταξύ των επιφανών προοδευτικών οικονομολόγων και διανοουμένων που, έχοντας επίγνωση των ιστορικών λαθών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, προσπαθεί να συνεισφέρει μέσω της επιστήμης του στη σκιαγράφηση ενός εφικτού «συμμετοχικού σοσιαλισμού για τον 21ο αιώνα». Διατρέχοντας τρεις αιώνες ιστορίας του κεφαλαίου και ερευνώντας την εξέλιξη της κατανομής του πλούτου και της δομής των ανισοτήτων σε βάθος χρόνου, ο Γάλλος οικονομολόγος συλλέγει, επεξεργάζεται και ερμηνεύει μια μεγάλη ποσότητα δεδομένων που αναφέρονται στα εισοδήματα και τις περιουσίες σε περισσότερες από είκοσι χώρες. Στέκεται κριτικά απέναντι και στην παράδοση που εγκαινίασε ο Μαρξ, ο οποίος πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα αυτοκαταστραφεί επειδή δεν μπορεί να αναχαιτίσει την τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου αλλά και στην άποψη της φιλελεύθερης και νεοφιλελεύθερης οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία οι εισοδηματικές ανισότητες τείνουν να μειώνονται στην προχωρημένη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο Πικετί καταδεικνύει ότι καμιά από αυτές τις δύο θέσεις δεν ευσταθεί και δεν αντέχει στον έλεγχο και τη δοκιμασία της εμπειρικής έρευνας. Ο καπιταλισμός δεν οδηγήθηκε ούτε στην κατάρρευση που προέβλεπε ο Μαρξ ούτε στην αρμονική σταθεροποίηση που διαπίστωνε ο Κούζνετς και οι νεοφιλελεύθεροι μετέπειτα.
Το λάθος του Μαρξ ήταν ότι παραγνώρισε την πιθανότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το λάθος των φιλελεύθερων ήταν ότι πίστευαν πως ο ανταγωνισμός και η ανάπτυξη μπορούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα των ανισοτήτων, καθώς έβλεπαν την οικονομική μεγέθυνση σαν «μια παλίρροια που σηκώνει όλες τις βάρκες».
Στην πραγματικότητα η περίοδος 1914-1980, κατά την οποία μειώθηκαν πράγματι οι ανισότητες, ήταν μια εξαίρεση, μια σχετικά σύντομη παρένθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα της Ευρώπης.
Ο ιστορικός κανόνας ήταν αντίθετα η ύπαρξη και διαιώνιση πελώριων και ανυπόφορων ανισοτήτων. Ολες οι κοινωνίες του παρελθόντος, ακόμα και πριν από τη βιομηχανική επανάσταση και τον καπιταλισμό, μπορούν να θεωρηθούν «περιουσιοκρατικές», επειδή αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ένας κληρονομημένος πλούτος που συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια.
Με το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» και παρά την κριτική που του ασκήθηκε για απουσία από την ανάλυσή του μιας ριζοσπαστικής θεώρησης που συνυπολογίζει την πάλη των τάξεων στην «ιστορική κίνηση», ο Πικετί φωτίζει τη λειτουργία εκείνων των μηχανισμών που οδηγούν στη συγκέντρωση του πλούτου μιας χώρας σε λίγα χέρια, στο 1% του πληθυσμού. Και συμπεραίνει ότι η κύρια πηγή των ανισοτήτων είναι η διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (ποσοστό που είναι 4 έως 5%) και στον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος (που σπάνια υπερβαίνει το 1 ή 1,5%).
Η θεωρητική συνεισφορά του Πικετί στα οικονομικά των ανισοτήτων έγκειται στη διατύπωση αυτού που ο ίδιος θεωρεί ως κύρια αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος: Οι ανισότητες και η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια των κατόχων κεφαλαίου αυξάνονται, όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (μερίσματα, τόκοι, ενοίκια, υπεραξίες ακινήτων και χρηματοοικονομικών τίτλων) είναι μεγαλύτερο από τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, από τον οποίο εξαρτάται η εξέλιξη των εισοδημάτων της εργασίας. Το αντίθετο συμβαίνει όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου είναι μικρότερο του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Η τεχνολογική αλλαγή και οι επενδύσεις στη βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση και μειώνουν τις ανισότητες.
Με άλλα λόγια, αν στην πορεία του χρόνου το εισόδημα αυτών που είναι ήδη πλούσιοι και ζουν από την περιουσία τους αυξάνεται ταχύτερα από το εισόδημα εκείνων που δεν είναι πλούσιοι και ζουν από την εργασία τους, τότε οι ανισότητες μεγαλώνουν αναπόφευκτα. Ο Πικετί προτείνει, καταληκτικά, τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών, τη «χρήσιμη ουτοπία» ενός παγκόσμιου και προοδευτικού φόρου στο κεφάλαιο, που θα μπορούσε αρχικά να εφαρμοστεί σε περιφερειακή κλίμακα και ειδικότερα στην Ευρώπη. Εν κατακλείδι, το έργο του Πικετί, παρά τον μεγάλο όγκο του και το πλήθος των εμπειρικών δεδομένων και της οικονομικής ορολογίας που περιέχει είναι προσβάσιμο σε κάθε αναγνώστη, ανεξάρτητα από το βαθμό εξοικείωσής του με σύνθετες έννοιες της οικονομικής θεωρίας, μιας και ουσιαστικά καταρρίπτει τον μύθο της αποσύνδεσης της οικονομικής ανάλυσης από την πολιτική και τις πολιτικές αποφάσεις. Αποτελεί, δε, χρήσιμο εργαλείο κατανόησης του επαχθούς ρόλου των ανισοτήτων όχι μόνο σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας αλλά, κατ’ επέκταση, σε κάθε κοινωνικοοικονομικό υποσύνολο, όπως για παράδειγμα στο πόσο βλαπτικές μπορούν να αποβούν οι ανισότητες στις αμοιβές των απασχολούμενων σε μια επιχείρηση.